ὑψόω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ὑψόω < ὕψος

Ρήμα[επεξεργασία]

ὑψόω

  1. υψώνω
  2. μεταγενέστερα, στη γλώσσα της Εκκλησίας, μεταφορικά, εξυψώνω


Συγγενικά[επεξεργασία]