ὑψώθητε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
ὑψώθητε
- β΄ πρόσωπο πληθυντικού οριστικής και προστακτικής παθητικού αορίστου του ρήματος ὑψόω (ὑψῶ)
- ※ "Χριστὸς ἐπὶ γῆς, ὑψώθητε" [= Χριστός (βρίσκεται) επί της γης, υψωθείτε !] (απόσπασμα ομιλίας Αγίου Γρηγορίου του θεολόγου)