ὕδωρ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
ὕδωρ < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *wódr̥ < *wed-. Συγγενές με τα αρχαία ελληνική ὕω, (λατινικά) unda, (σανσκριτικά) उदन् (udán), (χεττιτικά) 𒉿𒀀𒋻 (wa-a-tar), (παλαιά αρμενικά) գետ (get, ποταμός), (γοτθικά) 𐍅𐌰𐍄𐍉 (watō), (αρχαία εκκλησιαστική σλαβονική γλώσσα) вода, wæter (English water).
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ὕδωρ ουδέτερο, γενική ὕδατος