ὕφασμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ύφασμα

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ὕφασμα < ὑφαίνω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ὕφασμα ουδέτερο

  1. ύφασμα, ρούχο υφασμένο
    πολλὰ δ' ἀγάλματ' ἀνῆψεν, ὑφάσματά τε χρυσόν τε (Ομήρου Οδύσσεια, γ 274)
  2. ιστός