Ὑαμπολίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Ὑαμπολίτης | οἱ | Ὑαμπολῖται |
γενική | τοῦ | Ὑαμπολίτου | τῶν | Ὑαμπολιτῶν |
δοτική | τῷ | Ὑαμπολίτῃ | τοῖς | Ὑαμπολίταις |
αιτιατική | τὸν | Ὑαμπολίτην | τοὺς | Ὑαμπολίτᾱς |
κλητική ὦ! | Ὑαμπολῖτᾰ | Ὑαμπολῖται | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ὑαμπολίτᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Ὑαμπολίταιν | ||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Ὑαμπολίτης < Ὺάμπολ(ις) + -ίτης
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Ὑαμπολίτης αρσενικό
- (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος της πόλης Ὑάμπολις
Πηγές
[επεξεργασία]- Ὑαμπολίτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'στρατιώτης' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'στρατιώτης' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'στρατιώτης' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως τα -ης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ίτης (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Πατριδωνυμικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)