ὠθέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
ὠθέω < ϝωθέϳω
Ρήμα[επεξεργασία]
- ὠθέω-ὠθῶ
- ωθώ, σπρώχνω
- ωθούμαι: αποκρούω, ρίχνω κάποιον προς τα πίσω, απωθώ, ανοίγω δρόμο
- (παθητικό) ωθούμαι υπό τινος : πιέζομαι, με ωθούν, εκδιώκομαι
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- έπαιρνε συλλαβική αύξηση ε- λόγω του αρχικού θέματος Fω- (π.χ. ο παρακείμενος ἔωσμαι φέρεται να προέκυψε από το FεFωσμαι)
Κλίση[επεξεργασία]
- ενεργητική φωνή= ὠθῶ, ἐώθουν, ὤσω, ἔωσα, ἔωκα, ἐώκειν
- μέση φωνή= ὠθούμαι, ἐωθούμην, ὤσομαι, ἐωσάμην
- παθητική φωνή= ὠθούμαι, ἐωθούμην, ὠσθήσομαι, ἐώσθην, ἔωσμαι