ὠκεανίς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ὠκεανίς < Ὠκεανός

Επίθετο[επεξεργασία]

ὠκεανίς -ίδος

  1. ο σχετικός με τον ωκεανό, την πλατιά θάλασσα, ωκεάνιος
    νᾶσον ὠκεανίδες αὖραι περιπνέοισιν (το νησί τ' αγκαλιάζουν οι αύρες του ωκεανού)


Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση ουσιαστικου