ὠκυρόης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ὠκυρόης αρσενικό
- παράλληλος και ποιητικός τύπος του ὠκύροος, για ποταμούς που κυλούν γρήγορα (ίσως επίθετο που δεν γνωρίζουμε άλλους τύπους του)