ὠκύμορος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ὠκῠμορο-
ονομαστική / ὠκύμορος τὸ ὠκύμορον
      γενική τοῦ/τῆς ὠκυμόρου τοῦ ὠκυμόρου
      δοτική τῷ/τῇ ὠκυμόρ τῷ ὠκυμόρ
    αιτιατική τὸν/τὴν ὠκύμορον τὸ ὠκύμορον
     κλητική ! ὠκύμορε ὠκύμορον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ὠκύμοροι τὰ ὠκύμορ
      γενική τῶν ὠκυμόρων τῶν ὠκυμόρων
      δοτική τοῖς/ταῖς ὠκυμόροις τοῖς ὠκυμόροις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ὠκυμόρους τὰ ὠκύμορ
     κλητική ! ὠκύμοροι ὠκύμορ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ὠκυμόρω τὼ ὠκυμόρω
      γεν-δοτ τοῖν ὠκυμόροιν τοῖν ὠκυμόροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ὠκύμορος < ὠκύ- + -μορος

Επίθετο

[επεξεργασία]

ὠκύμορος, -ος, -ον

  1. που αποθνήσκει γρήγορα, πρόωρα
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 18 (Σ. Ὁπλοποιία.), στίχ. 95 (95-96)
    «ὠκύμορος δή μοι, τέκος, ἔσσεαι, οἷ᾽ ἀγορεύεις· | αὐτίκα γάρ τοι ἔπειτα μεθ᾽ Ἕκτορα πότμος ἑτοῖμος.»
    «Και τότε ολιγοήμερος θα είσαι, αγαπητέ μου, | ότ᾽ ύστερ᾽ απ᾽ τον Έκτορα εγγύς σου είναι το τέλος».
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 1 (α. Ἀθηνᾶς παραίνεσις πρὸς Τηλέμαχον.), στίχ. 266
    πάντες κ᾽ ὠκύμοροί τε γενοίατο πικρόγαμοί τε.
    ο θάνατός τους λέω δεν θ᾽ αργούσε, πικρός ο γάμος θα τους έβγαινε.
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
    ※  1ος/2ος αιώνας κε Πλούταρχος, Περὶ τῆς Ἀλεξάνδρου τύχης ἢ ἀρετῆς λόγος Β', 2.13 (343c) @scaife.perseus
    εἰ δὲ τούτων καὶ τῶν ὁμοίων ἀνδρῶν ἕκαστος πένης μὲν ἢ πλούσιος ἢ ἀσθενὴς ἢ ἰσχυρὸς ἢ ἄμορφος ἢ καλὸς ἢ εὔγηρως ἢ ὠκύμορος διὰ τύχην γέγονε,
  2. αυτός που επιφέρει γρήγορο, πρόωρο θάνατο
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 15 (Ο. Παλίωξις παρὰ τῶν νεῶν.), στίχ. 441 (440-441)
    ποῦ νύ τοι ἰοὶ | ὠκύμοροι καὶ τόξον, ὅ τοι πόρε Φοῖβος Ἀπόλλων;
    το τόξο και τα βέλη | τα φονικά τι γίνονται, που σόχει δώσει ο Φοίβος;
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
  3. (για άνθος) αυτός που μαραίνεται γρήγορα

Συγγενικά

[επεξεργασία]