ὠκύπομπος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ὠκύπομπος < ὠκύς + πέμπω

Επίθετο[επεξεργασία]

ὠκύπομπος, -ος, -ον

  • που μεταφέρει γρήγορα