ὠκύτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ὠκύτης < ὠκύς

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ὠκύτης θηλυκό

  1. η ταχύτητα, η σπουδή, η βιασύνη
  2. η οξύτητα


Συγγενικά[επεξεργασία]