ὠκύτοκος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ὠκύτοκος τὸ ὠκύτοκον οἱ, αἱ ὠκύτοκοι τὰ ὠκύτοκα
Γενική τοῦ, τῆς ὠκυτόκου τοῦ ὠκυτόκου τῶν ὠκυτόκων τῶν ὠκυτόκων
Δοτική τῷ, τῇ ὠκυτόκῳ τῷ ὠκυτόκῳ τοῖς, ταῖς ὠκυτόκοις τοῖς ὠκυτόκοις
Αιτιατική τὸν, τὴν ὠκύτοκον τὸ ὠκύτοκον τοὺς, τὰς ὠκυτόκους τὰ ὠκύτοκα
Κλητική ὠκύτοκε ὠκύτοκον ὠκύτοκοι ὠκύτοκα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ὠκυτόκω
Γενική-Δοτική ὠκυτόκοιν

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ὠκύτοκος < ὠκύ- (ὠκύς) + -τοκος < τίκτω

Επίθετο[επεξεργασία]

ὠκύτοκος,ος,ον

  1. που γεννά γρήγορα, που παράγεται γρήγορα
  2. το ὠκύτοκον ως ουσιαστικό: ο γρήγορος εύκολος τοκετός

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • ως παροξύτονο (ο ὠκυτόκος) : εκείνος που συντελεί στον ταχύ τοκετό ή (γι ανερά ποταμού) εκείνος που κάνει γρήγορα εύφορα τα εδάφη

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • ὠκυτόκιος ( < ὠκύτοκος)
  • ωκυτοκίνη ανθρώπινη ορμόνη που χρησιμοποιείται ως φάρμακο στη διευκόλυνση του τοκετού