ὠμοβοέη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ὠμοβοέη < ὠμοβόειος ή ὠμοβόϊνος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ὠμοβοέη θηλυκό