ὠμότης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
ὠμοτητ- | |||||
ονομαστική | ἡ | ὠμότης | αἱ | ὠμότητες | |
γενική | τῆς | ὠμότητος | τῶν | ὠμοτήτων | |
δοτική | τῇ | ὠμότητῐ | ταῖς | ὠμότησῐ(ν) | |
αιτιατική | τὴν | ὠμότητᾰ | τὰς | ὠμότητᾰς | |
κλητική ὦ! | ὠμότης | ὠμότητες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὠμότητε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | ὠμοτήτοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ὠμότης θηλυκό
- η ωμή κατάσταση, το να είναι ένα τρόφιμο άγουρο ή να μην έχει μαγειρευτεί ενώ θα έπρεπε
- δυσπεψία
- σκληρότητα, αναλγησία, ωμότητα
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη ὠμός
Πηγές
[επεξεργασία]- ὠμότης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὠμότης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'τάπης' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τάπης' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τάπης' θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τάπης' παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -της, θηλυκό (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)