ὠνησόμενος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ὠνησόμενος ὠνησομένη τὸ ὠνησόμενον
      γενική τοῦ ὠνησομένου τῆς ὠνησομένης τοῦ ὠνησομένου
      δοτική τῷ ὠνησομέν τῇ ὠνησομέν τῷ ὠνησομέν
    αιτιατική τὸν ὠνησόμενον τὴν ὠνησομένην τὸ ὠνησόμενον
     κλητική ! ὠνησόμενε ὠνησομένη ὠνησόμενον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ὠνησόμενοι αἱ ὠνησόμεναι τὰ ὠνησόμεν
      γενική τῶν ὠνησομένων τῶν ὠνησομένων τῶν ὠνησομένων
      δοτική τοῖς ὠνησομένοις ταῖς ὠνησομέναις τοῖς ὠνησομένοις
    αιτιατική τοὺς ὠνησομένους τὰς ὠνησομένᾱς τὰ ὠνησόμεν
     κλητική ! ὠνησόμενοι ὠνησόμεναι ὠνησόμεν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ὠνησομένω τὼ ὠνησομέν τὼ ὠνησομένω
      γεν-δοτ τοῖν ὠνησομένοιν τοῖν ὠνησομέναιν τοῖν ὠνησομένοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λυσόμενος' όπως «λυσόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή[επεξεργασία]

ὠνησόμενος, -η, -ον