ὠνοῦμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ὠνοῦμαι
- (αποθετικό) αγοράζω, συνηρημένη μορφή του ὠνέομαι