ὠρεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
ὠρεύω < ὤρα (φροντίδα) ή οὖρος (φύλακας)
Ρήμα[επεξεργασία]
ὠρεύω (απαντά και οὐρεύω)
ὠρεύω < ὤρα (φροντίδα) ή οὖρος (φύλακας)
ὠρεύω (απαντά και οὐρεύω)