ὠστικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ὠστικός < ὠθέω-ῶ

Επίθετο[επεξεργασία]

ὠστικός, -ή, -όν

  1. εκείνος που έχει την τάση ή την ικανότητα ή τη δυνατότητα να ωθεί, να σπρώχνει
    τοιαύτη δ' ἐστὶν ἡ τοῦ πνεύματος φύσις· καὶ γὰρ ἀβίαστος συστελλομένη, καὶ βιαστικὴ καὶ ὠστικὴ διὰ τὴν αὐτὴν αἰτίαν, καὶ ἔχει καὶ βάρος πρὸς τὰ πυρώδη καὶ κουφότητα πρὸς τὰ ἐναντία. (Αριστοτέλης, Περὶ ζῴων κινήσεως, 703α)

Συγγενικά[επεξεργασία]