ὠτίον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ὠτίον τὰ ὠτί
      γενική τοῦ ὠτίου τῶν ὠτίων
      δοτική τῷ ὠτί τοῖς ὠτίοις
    αιτιατική τὸ ὠτίον τὰ ὠτί
     κλητική ! ὠτίον ὠτί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὠτίω
γεν-δοτ τοῖν  ὠτίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ὠτίον < αρχαία ελληνική οὖς, ὠτ-   + υποκοριστικό επίθημα -ίον

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ὠτίον ουδέτερο

Πηγές[επεξεργασία]