ὠφελέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  ὠφελῶ   ὠφελοῦμαι 
Παρατατικός  ὠφέλουν   ὠφελούμην 
Μέλλοντας  ὠφελήσω   ὠφελήσομαι / ὠφεληθήσομαι 
Αόριστος  ὠφέλησα   ὠφελήθην 
Παρακείμενος  ὠφέληκα   ὠφέλημαι 
Υπερσυντέλικος  ὠφελήκειν   ὠφελήμην 
Συντελ.Μέλλ.  -   ὠφελημένος ἔσομαι 

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ὠφελέω < ὄφελος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *obʰelos < *h₃bʰel-

Ρήμα[επεξεργασία]

ὠφελέω (παθητική φωνή: ὠφελοῦμαι)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]