Μετάβαση στο περιεχόμενο

ὠχράω

Από Βικιλεξικό
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια,
ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης.

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ὠχράω < ὠχρός

ὠχράω

  1. (για ανθρώπους) χλωμιάζω
  2. για χρώματα που κιτρινίζουν
  3. για τον ήλιο που χάνει τη λάμψη του

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]