ὡσεί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ωσεί

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ὡσεί < ὡς + εἰ

Επίρρημα[επεξεργασία]

ὡσεί

  1. σαν, με τον ίδιο τρόπο
  2. όπως
  3. (με αριθμούς, για τη μέτρηση χρόνου η απόστασης) περίπου
    Μετὰ δὲ ταύτας τὰς χώρας ἰὼν τὰς ἠπειρώτιδας πόλις παρήιε, τῶν ἐν μιῇ λίμνη ἐοῦσα τυγχάνει ὡσεὶ τριήκοντα σταδίων μάλιστά κῃ τὴν περίοδον, ἰχθυώδης τε καὶ κάρτα ἁλμυρή· (Ηρόδοτος, 7, 109, 2)