ὧτε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Σύνδεσμος[επεξεργασία]
- ὧτε
- (δωρικός τύπος ) για να, άρα, προκειμένου
- ψυχρόν ὧτε λούεσθαι (πολύ κρύο για να λουστεί κάποιος) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)