ᾄσω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

ᾄσω

  • α΄ πρόσωπο ενικού στην υποτακτική ενεργητικού αορίστου του ρήματος ᾄδω
→ δείτε τη λέξη  ᾄδω