ῥάσσω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ῥάσσω < ρίζα Fραγ + πρόσφυμα j + ω (=Fραγjω), συγγενές των ῥάζω, ῥήγνυμι, ἀράσσω (ἀρακόττω), ἄραβος, ἀραβέω, ἀράζω
Ρήμα
[επεξεργασία]ῥάσσω ( & αττικός τύπος ῥάττω & ιωνικός τύπος ῥήσσω)
- κτυπώ
- καταβάλλω
- ωθώ
- στην ιωνική το ῥήσσω είχε την έννοια του χτυπάω το πόδι μου κάτω χορεύοντας ή χτυπώ τα τύμπανα
Συγγενικά
[επεξεργασία]- ῥάγδην (επίρρημα) και το μεταγενέστερο ῥαγδαίως
- ῥαγδαῖος
- ῥακτοί (πληθ. του ῥακτός) (χαράδρες)
- ῥαχία και ιωνικός τύπος ῥηχίη (φουσκονεριά, τα ρηχά, ο γιαλός)
- σύρραξις
Ρηματικοί τύποι
[επεξεργασία]- ενεργητική: μέλλοντας ῥάξω (μόνον σύνθετος: ξυρράξω), αόριστος ἔρραξα
- μέση: μέλλοντας: ῥάξομαι (μεταγενέστερος της ελληνιστικής)
- παθητική: αόριστος ἐρράχθην (μόνον σύνθετος: κατερράχθην)