ῥήτωρ
Εμφάνιση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ῥήτωρ | οἱ | ῥήτορες |
| γενική | τοῦ | ῥήτορος | τῶν | ῥητόρων |
| δοτική | τῷ | ῥήτορῐ | τοῖς | ῥήτορσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸν | ῥήτορᾰ | τοὺς | ῥήτορᾰς |
| κλητική ὦ! | ῥῆτορ | ῥήτορες | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ῥήτορε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ῥητόροιν | ||
| Στον Αριστοφάνη, και θηλυκό. | ||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'κτήτωρ' όπως «κτήτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ῥήτωρ, -ορος αρσενικό
- δημόσιος ομιλητής, αγορητής
οἱ δέκα ῥήτορες (οι δέκα Αττικοί ρήτορες)
- δικηγόρος, νομικός σύμβουλος
- (ελληνιστική κοινή) δάσκαλος ρητορικής, ρήτορας
- (επιθετικοποιημένο) συνώνυμο του ῥητορικός
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- ῥήτωρ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ῥήτωρ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση 'κτήτωρ' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'κτήτωρ' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'κτήτωρ' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ῥη- (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τωρ (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)