ῥαβδίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ῥαβδίζω < ῥάβδος

Ρήμα[επεξεργασία]

ῥαβδίζω

  1. χτυπώ δέντρα για να πέσουν οι καρποί
  2. χτυπώ άνθρωπο