ῥαβδίον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ῥαβδίον < ῥάβδος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ῥαβδίον
- υποκοριστικό της ράβδου , μικρή ράβδος
- ράβδος μάντεων, ιερέων
- ραβδί για χρήση σε ζώα
- η βέργα του δασκαλου για να δείχνει