ῥαβδόμαντις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ῥαβδόμαντις | οἱ | ῥαβδομάντεις | ||||
γενική | τοῦ | ῥαβδομάντεως | τῶν | ῥαβδομάντεων | ||||
δοτική | τῷ | ῥαβδομάντει | τοῖς | ῥαβδομάντεσι(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν | ῥαβδόμαντιν | τοὺς | ῥαβδομάντεις | ||||
κλητική ὦ! | ῥαβδόμαντι | ῥαβδομάντεις | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ῥαβδόμαντις (καθαρεύουσα) < αρχαία ελληνική ῥάβδ(ος) + -ό- + μάντις
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ῥαβδόμαντις αρσενικό
Πηγές[επεξεργασία]
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .