ῥαδινάκη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ῥαδινάκη < < περσικής ρίζας
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ῥαδινάκη θηλυκό
- σκούρα και δύσοσμη πετρελαιοειδής ουσία που ορυσσόταν στα Σούσα