ῥαπίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ῥαπίζω < ῥαπίς (ραβδί)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ῥαπίζω
- ρίχνω σφαλιάρα, σφοντύλι, χαστούκι, ράπισμα στο πρόσωπο
- ῥεραπισμένα νῶτα (για κάποιον που τις "έφαγε" στον πισινό)
- ταύτην τὴν ἄνθρωπον, τὴν τοιαῦτ᾽ εὐεργετήσασαν αὐτόν... ὑπομιμνῄσκουσαν καὶ ἀξιοῦσαν εὖ παθεῖν τὸ μὲν πρῶτον ῥαπίσας καὶ ἀπειλήσας ἀπέπεμψεν ἀπὸ τῆς οἰκίας :αυτήν την άνθρωπο <το θηλυκό άνθρωπο, τη γυναίκα> που τόσο τον ευεργέτησε... όταν του υπενθύμισε όσα έκανε και αξίωσε κάτι θετικό, πρώτα τη χαστούκισε και μετά με απειλές την έδιωξε από το σπίτι (Ο Δημοσθένης, Κατ΄ Αριστογείτονος, για προφανώς μη συναινετικό διαζύγιο της εποχής)
- μαστιγώνω
- χτυπώ με ράβδο, ραβδίζω, δέρνω
Ρηματικοί τύποι[επεξεργασία]
- ενεργητική φωνή: αόριστος ἐρράπισα
- παθητική φωνή: αόριστος ἐρραπίσθην (οι άλλοι τύποι, μεταγενέστεροι)