ῥαχία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ῥαχία < ῥάσσω (από το θέμα του ῥαγ)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ῥαχία θηλυκό ( & ιωνικός τύπος ῥηχίη), ρηχία
- το σκάσιμο των κυμάτων στο γιαλό
- το κύμα που σκάει στην παραλία
- πλημμυρίδα, φουσκονεριά
- κατακλυσμός, πλημμύρα
- πετρώδης γιαλός, τα ρηχά