ῥεγεωνάρχης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ῥεγεωνάρχης οἱ ῥεγεωνάρχαι
      γενική τοῦ ῥεγεωνάρχου τῶν ῥεγεωναρχῶν
      δοτική τῷ ῥεγεωνάρχ τοῖς ῥεγεωνάρχαις
    αιτιατική τὸν ῥεγεωνάρχην τοὺς ῥεγεωνάρχᾱς
     κλητική ! ῥεγεωνάρχ ῥεγεωνάρχαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ῥεγεωνάρχ
γεν-δοτ τοῖν  ῥεγεωνάρχαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ῥεγεωνάρχης < ῥεγεών + -άρχης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ῥεγεωνάρχης αρσενικό

Πηγές[επεξεργασία]