ῥιψοκίνδυνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ῥιψοκίνδυνα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ῥιψοκίνδυνος
Δείτε επίσης : ριψοκίνδυνα |
ῥιψοκίνδυνα