ῥύμη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ῥύμη αἱ ῥῦμαι
      γενική τῆς ῥύμης τῶν ῥυμῶν
      δοτική τῇ ῥύμ ταῖς ῥύμαις
    αιτιατική τὴν ῥύμην τὰς ῥύμᾱς
     κλητική ! ῥύμη ῥῦμαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ῥύμ
γεν-δοτ τοῖν  ῥύμαιν
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό.
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'νίκη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ῥύμη < *ῥύω (ρέω) + -μη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ῥύμη θηλυκό

  1. δύναμη, ορμή
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Ἀριστοφάνης, Νεφέλαι, στίχ. 407 (403-407)
    τί γάρ ἐστιν δῆθ᾽ ὁ κεραυνός; | ΣΩ. ὅταν εἰς ταύτας ἄνεμος ξηρὸς μετεωρισθεὶς κατακλεισθῇ, | ἔνδοθεν αὐτὰς ὥσπερ κύστιν φυσᾷ, κἄπειθ᾽ ὑπ᾽ ἀνάγκης | ῥήξας αὐτὰς ἔξω φέρεται σοβαρὸς διὰ τὴν πυκνότητα, | ὑπὸ τοῦ ῥοίβδου καὶ τῆς ῥύμης αὐτὸς ἑαυτὸν κατακαίων.
    αλλά ο κεραυνός τελοσπάντων τί πράμα λες να ᾽ναι; | ΣΩΚ. Ξερός άνεμος όταν ανέβει ψηλά και κλειστεί από παντού σε νεφέλη, | από μέσα φυσώντας πολύ δυνατά τη φουσκώνει σα φούσκα, και τότε, απ᾽ την πίεση | τη σπάει, κι όπως είναι πυκνός, ξεπετιέται προς τα έξω με φόρα, | κι απ᾽ την τόση του αντάρα, την τόση του ορμή φωτιά παίρνει και καίγεται ο ίδιος.
    Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
  2. επίθεση στρατιωτών
  3. στενή οδός, στενωπός

Πηγές[επεξεργασία]