ῥᾳδιουργέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ῥᾳδιουργέω < ῥᾳδιουργός < ῥᾴδιος και ἔργω

Ρήμα[επεξεργασία]

ῥᾳδιουργέω-ῥᾳδιουργῶ

  1. ενεργώ πρόχειρα, απερίσκεπτα, χωρίς να εκπονώ δύσκολα σχέδια, κοιτάζω την ευκολία μου, την καλοπέρασή μου
    ἐγὼ δὲ οἶμαι, ἔφη, τὸν ἄρχοντα οὐ τῷ ῥᾳδιουργεῖν χρῆναι διαφέρειν τῶν ἀρχομένων, ἀλλὰ τῷ προνοεῖν καὶ φιλοπονεῖν. (:εγώ πιστεύω, είπε, ότι ο κυβερνήτης πρέπει να ξεπερνά τους κυβερνόμενους ως προς την προνοητικότητα και τη φιλοπονία, όχι ως προς την καλοπέραση)
  2. ατιμώ, παρανομώ με κάποιο τρόπο (ίσως έννοια που οφείλεται στο ότι η ευκολία και η προχειρότητα δεν αποδίδει όσο η φιλοπονία, οπότε ο "ραδιουργός" ως λέξη συν το χρόνω καταλήγει "εκμεταλλευτής")
    κλέπτει, τελωνεῖ, ῥᾳδιουργεῖ
  3. κάνω υποθέσεις (πιθανόν που συμφέρουν προς μια κατεύθυνση), χειραγωγώ, φέρνω κάτι στα μέτρα μου, μανιπουλάρω
    οὐδὲ τοῖς περὶ Ἀλεξάνδρου δὲ συγγράψασιν ῥᾴδιον πιστεύειν τοῖς πολλοῖς: καὶ γὰρ οὗτοι ῥᾳδιουργοῦσι διά τε τὴν δόξαν τὴν Ἀλεξάνδρου καὶ διὰ τὸ τὴν στρατείαν πρὸς τὰς ἐσχατιὰς γεγονέναι τῆς Ἀσίας πόρρω ἀφ᾽ ἡμῶν: τὸ δὲ πόρρω δυσέλεγκτον.
  4. ενσπείρω διχόνοια
  5. (παθητικό) για κάτι που γίνεται απερίσκεπτα

Ρηματικοί τύποι[επεξεργασία]

δόκιμο μόνο κατά ενεργητικό και παθητικό ενεστώτα (ῥᾳδιουργοῦμαι), οι υπόλοιποι τύποι μεταγενέστεροι