ῥᾳθυμέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ῥᾳθυμέω < ῥᾴθυμος + jω
Ρήμα[επεξεργασία]
ῥᾳθυμέω- ῥᾳθυμῶ
- αμελώ
- είμαι άπρακτος
- είμαι αργόσχολος
Ρηματικοί τύποι[επεξεργασία]
- στους αττικούς απαντούν οι εξής (και συνήθως σύνθετοι):
- ενεργητική φωνή: ῥᾳθυμέω, μέλλων, ῥᾳθυμήσω, αόριστος ἐρρᾳθύμησα, παρακείμενος ἐρρᾳθύμηκα
- παθητική φωνή: η μετοχή παθ. παρακειμένου ἐρρᾳθυμημένα
- παίρνει συλλαβική αύξηση ε αντί για αναδιπλασιασμό επειδή αρχίζει από ρ
Συγγενικά[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
- καταρρᾳθυμέω (συνώνυμο του ῥᾳθυμῶ, αλλά πιο έντονο, χάνω κάτι από αμέλεια)
- ἀπορρᾳθυμέω (παραμελώ από αδιαφορία ή δειλία)