ῥᾴδιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των κλίσεων που χρειάζονται έλεγχο.
Παρατηρήσεις:  Το Middle Liddell δίνει -η θηλυκό.

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ῥᾴδιος ῥᾳδί τὸ ῥᾴδιον
      γενική τοῦ ῥᾳδίου τῆς ῥᾳδίᾱς τοῦ ῥᾳδίου
      δοτική τῷ ῥᾳδί τῇ ῥᾳδί τῷ ῥᾳδί
    αιτιατική τὸν ῥᾴδιον τὴν ῥᾳδίᾱν τὸ ῥᾴδιον
     κλητική ! ῥᾴδιε ῥᾳδί ῥᾴδιον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ῥᾴδιοι αἱ ῥᾴδιαι τὰ ῥᾴδι
      γενική τῶν ῥᾳδίων τῶν ῥᾳδίων τῶν ῥᾳδίων
      δοτική τοῖς ῥᾳδίοις ταῖς ῥᾳδίαις τοῖς ῥᾳδίοις
    αιτιατική τοὺς ῥᾳδίους τὰς ῥᾳδίᾱς τὰ ῥᾴδι
     κλητική ! ῥᾴδιοι ῥᾴδιαι ῥᾴδι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ῥᾳδίω τὼ ῥᾳδί τὼ ῥᾳδίω
      γεν-δοτ τοῖν ῥᾳδίοιν τοῖν ῥᾳδίαιν τοῖν ῥᾳδίοιν
Και ποιητικό θηλυκό σε -ος.
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ῥᾴδιος < ῥᾶ λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

ῥᾴδιος, -α, -ον, συγκριτικός:ῥᾳδιώτερος/ῥᾳδιέστερος, υπερθετικός: ῥᾳδιώτατος

  1. εύκολος, έτοιμος να κάνει κάτι
    ※  5ος↑ αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 6, 17.2
    ὄχλοις τε γὰρ ξυμμείκτοις πολυανδροῦσιν αἱ πόλεις καὶ ῥᾳδίας ἔχουσι τῶν πολιτῶν τὰς μεταβολὰς καὶ ἐπιδοχάς.
    Οι πολιτείες της είναι πολυάνθρωπες, αλλά οι πληθυσμοί τους είναι ανάμεικτοι και οι πολιτογραφήσεις και μετοικήσεις γίνονται εύκολα.
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
    ※  4ος↑ αιώνας Δημοσθένης, Περὶ τῶν συμμοριῶν, 29
    ὥστε μὴ κομιδῇ, μηδ᾽ εἰ πάνυ μαίνοιτο, νομίσαι ῥᾴδιόν τι τὸ τὴν ἡμετέραν πόλιν ἐχθρὰν ποιήσασθαι.
    Συνεπώς, και τελείως τρελός να ήταν, ούτε και τότε θα θεωρούσε εύκολη κάπως υπόθεση το να κάνει εχθρά του τη δική μας πόλη.
    Μετάφραση (2004): Α.Ι. Γιαγκόπουλος, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
    ※  4ος↑ αιώνας Ἀριστοτέλης, Ῥητορική, 1, 1363a
    ῥᾴδια δὲ ὅσα ἢ ἄνευ λύπης ἢ ἐν ὀλίγῳ χρόνῳ· τὸ γὰρ χαλεπὸν ὁρίζεται ἢ λύπῃ ἢ πλήθει χρόνου.
    Εύκολα είναι αυτά που γίνονται ή δίχως κόπο και ταλαιπωρία ή μέσα σε λίγο χρόνο· γιατί στον ορισμό του δύσκολου υπάρχει ή ο κόπος και η ταλαιπωρία ή το μήκος του χρόνου.
    Μετάφραση (2002, 2004): Δημήτριος Λυπουρλής, Θεσσαλονίκη:Ζήτρος @greek‑language.gr
    [ουδέτερο + ἐστί] ※  4ος↑ αιώνας Ἰσοκράτης, Ἑλένη, 34
    τούτων ἁπάντων καταφρονήσας καὶ νομίσας οὐκ ἄρχοντας ἀλλὰ νοσήματα τῶν πόλεων εἶναι τοὺς τοιούτους, ἐπέδειξεν ὅτι ῥᾴδιόν ἐστιν ἅμα τυραννεῖν καὶ μηδὲν χεῖρον διακεῖσθαι τῶν ἐξ ἴσου πολιτευομένων.
    Περιφρονώντας λοιπόν ο Θησέας όλα αυτά και θεωρώντας ότι τέτοιοι άνθρωποι δεν είναι άρχοντες αλλά νοσήματα των πόλεων, έδειξε ότι είναι εύκολο να κατέχει κανείς την ανώτατη εξουσία και ταυτόχρονα να χαίρεται για τις καλές σχέσεις, όπως οι πολίτες που ζουν με βάση την ισότητα.
    Μετάφραση (2012): Αθανάσιος.Ι. Γιαγκόπουλος - Ζ.Ε Μαλαθούνη, Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας @greek‑language.gr
  1. (για πρόσωπα) εύκολος, πρόθυμος
  2. (για πρόσωπα, με αρνητική έννοια) απερίσκεπτος, απρόσεκτος ή αμελής

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]