ⲁⲓⲅⲩⲡⲧⲓⲁⲕⲟⲛ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Κοπτικά (cop)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ⲁⲓⲅⲩⲡⲧⲓⲁⲕⲟⲛ
- (σαχιδικά, γλώσσα) τα αιγυπτιακά, η αιγυπτιακή γλώσσα
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- Coptic Dictionary Online, ed. by the Koptische/Coptic Electronic Language and Literature International Alliance (KELLIA) [1]