ⲉⲙⲥⲁϩ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Κοπτικά (cop)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ⲉⲙⲥⲁϩ < (άμεσο δάνειο) δημώδης αιγυπτιακή msḥ < (άμεσο δάνειο) αρχαία αιγυπτιακή mzḥ (κροκόδειλος)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ⲉⲙⲥⲁϩ
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- Coptic Dictionary Online, ed. by the Koptische/Coptic Electronic Language and Literature International Alliance (KELLIA) [1]