イカ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιαπωνικά (ja)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
イカ (ja) (ika)
- το καλαμάρι
Παράδειγμα[επεξεργασία]
- イカすしを食べたことがありません。 (ikasushi wo tabeta koto ga arimasen)
-> Μετάφραση: Δεν έχω φάει σούσι με καλαμάρι.