Μετάβαση στο περιεχόμενο

ギリシア語

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ギリシア語 (ja) (girisha go)

  • ελληνικά
    ギリシャ語がわかりますか? (girisha go ...) ξέρετε ελληνικά;