𐀀𐀒𐀨
Εμφάνιση
Μυκηναϊκή διάλεκτος (gmy)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- 𐀀𐀒𐀨 - συγγενής η αρχαία ελληνική ἀγορά. Δείτε την αρχαία ἀγείρω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]𐀀𐀒𐀨 (a-ko-ra)
Πηγές
[επεξεργασία]- «αγορά» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.