𐀄𐀈
Εμφάνιση
Μυκηναϊκή διάλεκτος (gmy)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- 𐀄𐀈: Συγγενές του αρχαιοελληνικού ὕδωρ.
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]𐀄𐀈 (u-do)
Πηγές
[επεξεργασία]- (Χρειάζεται επεξεργασία)