𐀇𐀈𐀯

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Μυκηναϊκή διάλεκτος (gmy)[επεξεργασία]

di
do si

Ετυμολογία [επεξεργασία]

𐀇𐀈𐀯 > λείπει η ετυμολογία

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

𐀇𐀈𐀯 (di-do-si)

  • αρχαία ελληνική δίδωσι, γ' πρόσωπο πληθυντικού του ρήματος δίδωμι
    ※  Παρατηρούμε έτσι την εξέλιξη του ti σε si στον τύπο o-di-do-si du-ru-to-mo/ ὧ δίδωσι δρυτόμος (PY Vn 10, 1), ενώ άλλες διάλεκτοι διατηρούν το ti κατά την πρώτη χιλιετία.
    Hodot, René (1942-) (2000). Aρχαίες ελληνικές διάλεκτοι και νεοελληνικές διάλεκτοι. @greek‑language.gr Στο Η ελληνική γλώσσα και οι διάλεκτοί της, επιμέλεια Αναστάσιος-Φοίβος Χριστίδης et al., σελ. 29-34. Αθήνα: ΥΠΕΠΘ & Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2000. Μετάφραση από τα γαλλικά: Ελένη Μπακαγιάννη.