𐀞𐀳
Εμφάνιση
Μυκηναϊκή διάλεκτος (gmy)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]- 𐀞𐀳 < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *phtḗr
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]𐀞𐀳 (pa-te)
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]- 𐀞𐀳 < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pan-
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]𐀞𐀳 (pa-te) αρσενικό