𐀺𐀜

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Μυκηναϊκή διάλεκτος (gmy)[επεξεργασία]

wo
no

Ετυμολογία [επεξεργασία]

𐀺𐀜 < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *uoh₁i-no-[1] (οίνος) < *wéyh₁ō (οίνος)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

𐀺𐀜 (wo-no) αρσενικό

Πηγές[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. οἶνος - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.