*άληστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
![]() |
αμάρτυρος υποθετικός τύπος, λέξη που δεν απαντά σε κείμενα αλλά σε γραμματικούς τύπους ή σε σύνθετες λέξεις - μπροστά από τη λέξη σημειώνεται ένας αστερίσκος - |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- *άληστος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἄληστος (ιωνικός τύπος ) < αρχαία ελληνική ἄλαστος
Επίθετο[επεξεργασία]
*άληστος (ελλειπτικό επίθετο) (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο ἄληστος)
- (λόγιο) αλησμόνητος (απαντά μόνο στη γενική ενικού αλήστου στην έκφραση αλήστου μνήμης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
*άληστος
→ δείτε τη λέξη αλησμόνητος |
Κατηγορίες:
- Αμάρτυροι τύποι (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ελλειπτικά επίθετα (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)