*θανατάς
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]![]() |
αμάρτυρος υποθετικός τύπος, λέξη που δεν σώζεται σε κείμενα αλλά σε σύνθετες λέξεις ή σε γραμματικούς τύπους ή σε σχόλια γραμματικών - μπροστά από τη λέξη σημειώνεται ένας αστερίσκος - |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]*θανατάς ουδέτερο
- απαντά μόνο στη φράση του θανατά (ως γενική ενικού)