Μετάβαση στο περιεχόμενο

*λογή

Από Βικιλεξικό
αμάρτυρος τύπος
αμάρτυρος τύπος
αμάρτυρος υποθετικός τύπος, λέξη που δεν σώζεται σε κείμενα
αλλά σε σύνθετες λέξεις ή σε γραμματικούς τύπους ή σε σχόλια γραμματικών
- μπροστά από τη λέξη σημειώνεται ένας αστερίσκος -
 
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική
      γενική λογής λογιών
    αιτιατική
     κλητική
όπως «θηλυκά ανώμαλα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

*λογή θηλυκό



αμάρτυρος τύπος
αμάρτυρος τύπος
αμάρτυρος υποθετικός τύπος, λέξη που δεν σώζεται σε κείμενα
αλλά σε σύνθετες λέξεις ή σε γραμματικούς τύπους ή σε σχόλια γραμματικών
- μπροστά από τη λέξη σημειώνεται ένας αστερίσκος -
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

*λογή θηλυκό