*λογή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]αμάρτυρος υποθετικός τύπος, λέξη που δεν σώζεται σε κείμενα αλλά σε σύνθετες λέξεις ή σε γραμματικούς τύπους ή σε σχόλια γραμματικών - μπροστά από τη λέξη σημειώνεται ένας αστερίσκος - |
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | — | — | ||
γενική | λογής | λογιών | ||
αιτιατική | — | — | ||
κλητική | — | — | ||
όπως «θηλυκά ανώμαλα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]*λογή θηλυκό
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]αμάρτυρος υποθετικός τύπος, λέξη που δεν σώζεται σε κείμενα αλλά σε σύνθετες λέξεις ή σε γραμματικούς τύπους ή σε σχόλια γραμματικών - μπροστά από τη λέξη σημειώνεται ένας αστερίσκος - |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]*λογή θηλυκό
Κατηγορίες:
- Αμάρτυροι τύποι (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ελλειπτικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ανώμαλα θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Αμάρτυροι τύποι (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ουσιαστικά ελλειπτικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ουσιαστικά ανώμαλα θηλυκά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)